- μύρμηκα
- μύρμηξantmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μύρμηκα — Μύρμηξ ant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύρμηκ' — Μύρμηκα , Μύρμηξ ant masc acc sg Μύρμηκι , Μύρμηξ ant masc dat sg Μύρμηκε , Μύρμηξ ant masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρμηκ' — μύρμηκα , μύρμηξ ant masc acc sg μύρμηκι , μύρμηξ ant masc dat sg μύρμηκε , μύρμηξ ant masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύρμηχ' — Μύρμηκα , Μύρμηξ ant masc acc sg Μύρμηκι , Μύρμηξ ant masc dat sg Μύρμηκε , Μύρμηξ ant masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρμηχ' — μύρμηκα , μύρμηξ ant masc acc sg μύρμηκι , μύρμηξ ant masc dat sg μύρμηκε , μύρμηξ ant masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мравьинъ — (1*) пр. к мрави˫а: да не ѹслышить гла(с) мравьина (πρὸς τὸν μύρμηκα) ФСт ХIV, 68в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
FORMICA — cognitionis et sollertiae symbolum, apud Arabes et Aegyptios; quorum hi γυῶϚιν γράφοντες, μύρμηκα ζωγραφοῦσιν, Cognitionem exprimere volentes, formicam pingunt. Horus Apollo l. 1. c. 49. Illi in pueri nascentis manu formicam ponere soliti, addunt … Hofmann J. Lexicon universale
φόρμικα — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «μύρμηκα». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. formica «μυρμήγκι»]. (II) η, Ν ζωολ. επιστημονική ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων, τυπικού τής οικογένειας φορμικίδες, στο οποίο ανήκουν διάφορα είδη μυρμηγκιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ.… … Dictionary of Greek
Πάμμων — Σκύριος που κατέστρεψε την κατασκευασμένη από πέτρες στήλη που έστησε ο Ξέρξης ανάμεσα στη Σκιάθο και στη Μαγνησία για να επισημάνει την ύφαλο του Μύρμηκα, που σήμερα λέγεται Λευτέρης. Ογκόλιθους από τη στήλη αυτή βρήκε και ανέλκυσε ο πλοίαρχος Σ … Dictionary of Greek